ταναηχέτης

ταναηχέτης
τᾰνᾰ-ηχέτης, ου, ,
A far-sounding, poet. -ηχέτα, Opp.C.2.144.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ταναηχέτης — και ποιητ. τ. ταναηχέτα και δ. γρφ. τανυηχέτα, ὁ, Α αυτός που ηχεί δυνατά. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. τανα ηχέτης < ταναός* «υψηλός», ενώ ο τ. τανυ ηχέτα < αμάρτυρο επίθ. *τανύς (βλ. λ. τάνυ μαι και τείνω) + ἠχέτης* (< ἠχή/ἠχώ)] …   Dictionary of Greek

  • ταναηχέτα — ταναηχέτᾱ , ταναηχέτης far sounding masc nom/voc/acc dual ταναηχέτης far sounding masc voc sg ταναηχέτᾱ , ταναηχέτης far sounding masc gen sg (doric aeolic) ταναηχέτης far sounding masc nom sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”